- ξανθοκάρυον
- ξανθοκάρυον, τὸ (Α)είδος καρυδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρυον «καρύδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθοκαρύων — ξανθοκάρυον clove neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοκάρυα — ξανθοκάρυον clove neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek